Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022

Πέτσωμα (1)



Θα πάμε λίγο πίσω στο χρόνο για να μιλήσουμε για τον όρο Πέτσωμα, ο οποίος ασφαλώς μας φέρνει στο νου τη λίστα Πέτσα, τους δημοσιογράφους και καλλιτέχνες (του λόγου και όχι μόνο) που κάνουν το άσπρο μαύρο ως υπάλληλοι του γκουβέρνου κι άλλα τέτοια όμορφα των ημερών μας. Ο όρος  "πετσώματα" συναντάται για πρώτη φορά τον 19ο αιώνα, ιδίως τις δεκαετίες 1860-1880. Αναφέρει ο Νίκος Σαραντάκος στην ιστοσελίδα του "οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία":

Τον 19ο αιώνα, στις δεκαετίες 1860-1880 ιδίως, το ελληνικό κράτος ενίσχυε διακριτικά διάφορα ανταρτικά σώματα που δρούσαν στις περιοχές που ακόμα ανήκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ιδίως Ήπειρο και Θεσσαλία. Ένα βασικό κονδύλι αυτών των αντάρτικων σωμάτων πήγαινε σε πετσώματα, δηλ. σόλες για τα ποδήματά τους, που θα ταλαιπωρούνταν στα κακοτράχαλα εδάφη όπου δρούσαν -σκέφτομαι όμως πως σε ένα τέτοιο κατάστιχο είναι πιο εύκολο να γράψει κανείς κάτι αθώο όπως τα πετσώματα παρά π.χ. όπλα ή σφαίρες. Ετσι, ο όρος «πετσώματα» έφτασε να σημαίνει το σύνολο των χρηματικών παροχών που έδινε κρυφά (ή, τέλος πάντων, όχι πολύ φανερά) το κράτος στα σώματα αυτά.

Φυσικά, κάποιοι επικεφαλής σωμάτων μπορεί να φούσκωναν τους λογαριασμούς εξόδων τους ή μπορεί πιεστικά να ζητούσαν κι άλλα πετσώματα, οπότε με τον καιρό η έννοια της λέξης διευρύνθηκε και έφτασε να σημαίνει την προσφορά δημοσίου χρήματος για την παροχή αμφίβολων υπηρεσιών, ως εύνοια σε πολιτικούς φίλους, κοινώς τον λουφέ (που και ο λουφές αρχικά είχε σημασία όχι ύποπτη, αλλά απολύτως ουδέτερη αφού σήμαινε τον μισθό των αγωνιστών στον ξεσηκωμό του 1821).

Κι έτσι τα «πετσώματα» ή, στον ενικό, «το πέτσωμα» έγινε θεσμός τον 19ο αιώνα, κάτι ανάλογο με, κατά καιρούς, το μπαχτσίσι, το λάδωμα, το κωλόκουρο, το φακελάκι ή τα πάμπερς για όσους τα θυμούνται.

Μάλιστα Πετσωματάς ονομάστηκε αυτός που παίρνει ή επιδιώκει να πάρει πέτσωμα -αλλά και ο πολιτικός που δίνει πετσώματα.

Στο ποίημά του «Ο Ραμπαγάς», ο πρωτοπόρος δημοκράτης Κλεάνθης Τριανταφύλλου, που αυτοκτονησε στα 40 του αφού φυλακίστηκε και κυνηγήθηκε από τον βασιλιά Γεώργιο Α’, γράφει:


Πιφ! παφ! πετσώματα

δος μου και τρέχω

μ’ όλα τα κόμματα

σα δεν τον έχω.


Πιφ! παφ! πετσώματα

κι είμαι πάντ’ αγάς

μ’ όλα τα κόμματα

ο Ρα- ο Ραμπαγάς!


Σας θυμίζει τίποτα;