Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

Για τις καλημέρες που ανταλλάξαμε ως άγνωστοι...

Κι ας ξενίσει, το κλάξον θα αναπαράξει επακριβώς από stonisi.gr


Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην εργατική συνοικία της Λαγκάδας. Έζησα τη γειτονιά της «συνοικίας το όνειρο», με ντόπιους και πρόσφυγες, καφενέδες, μανάβικα, χασαπιά, φούρνους κι άλλα μικρομάγαζα, οικογένειες και παιδιά. Πολλά παιδιά που παίζαμε στις αλάνες και στους δρόμους μπάλα και «πόλεμο», ανοίγαμε τα κεφάλια μας και σπάζαμε τα γόνατα μας για να ξαναβρεθούμε συνωστισμένοι γύρω από τρανζιστοράκια να ακούμε τα ματς πανηγυρίζοντας πότε για το Δεληκάρη, πότε για το Δομάζο και πότε για τον Παπαίωάνου.

Μαθητές καλοί ή κακοί, με παπούτσια ή ξυπόλητοι που τα περνούσαν δεμένα κορδόνι με κορδόνι στο λαιμό τους μη τύχει και χαλάσουν, χαβαλετζήδες ή «φυτά» από το διάβασμα και πάντα φίλοι. «Φίλοι – φίλοι» καταπώς τους εννοεί ο Καζαντζίδης, με σπίτι ο ένας του αλλουνού, δεκάδες πραγματικοί σωματοφύλακες που θαρρείς κι είχαμε ορκιστεί πως «ένας για όλους κι όλοι για έναν».

Εκεί στη Λαγκάδα με τα νυχτολούλουδα στα λιθόστρωτα σοκάκια και τις αυλές με τα γεράνια στους ντενεκέδες από το βούτυρο, τις αυλές που μοσχοβολούσαν τσίκνα από σαρδέλες στο μαγκάλι και κάπου κάπου – σπάνια – από καμιά μπριζόλα. Εκεί μάθαμε πως ο διπλανός μας είμαστε εμείς. Όχι σαν στοιχείο μιας κοσμοθεωρίας ή μιας θρησκείας αλλά σαν στοιχείο για να λες, χωρίς να ντρέπεσαι, πως είσαι άνθρωπος.

Τον «Μιχαλάκη» της ιστορίας μου σήμερα, δεν τον θυμάμαι στα παιδικά ή στα εφηβικά μου χρόνια. Τον συνάντησα πολύ αργότερα επισκεπτόμενος τη μακαρίτισσα τη μάνα μου στο πατρικό σπίτι, σαν έναν καλό άνθρωπο της άδειας πια από κατοίκους γειτονιάς, της ερημοποιημένης Λαγκάδας. Κοντός και αδύνατος και κυρτός, μια χαψιά άνθρωπος, πάντα με δυο τρεις σκύλους στο κατόπι του να τακτοποιεί τα σκουπίδια στους κάδους των σκουπιδιών, εκεί που έστεκε η αυλή του καφενέ του Κέκου στον Πλάτανο κι άλλοτε στο Δημοτικό κήπο.

Με ένα σακί με αποφάγια ή ένας Θεός ξέρει τι άλλο στην πλάτη, να ανηφορίζει την οδό Ζωοδόχου Πηγής ίσαμε το σπίτι του ένα χαμόσπιτο μετά το πάλαι ποτέ τοπόσημο της Λαγκάδας, το περίπτερο του μακαρίτη μπάρμπα Χαράλαμπου.
Προχθές ο «Μιχαλάκης», «του Μχαλέλ’», μαθεύτηκε πως άφησε τα εγκόσμια. Μόνος στην κάμαρη του, με τους σκύλους του που αλυχτούσαν μοιρολογίστρες θαρρείς γύρω απ’ το κουφάρι του... Πέθανε λέει μάλλον ανήμερα των Ταξιαρχών, το κατάλαβαν περαστικοί από τη μυρωδιά, γιατί γείτονες δεν έχει πια στη Λαγκάδα, κατοίκους δεν έχει πια στη «συνοιία το όνειρο».

Ο «Μιχαλάκης» που αγαπούσε τα ζώα του αλλά κι όλα τα ζώα, που ζούσε από τα σκουπίδια ημών των υπολοίπων, του Μχαλέλ’ της Λαγκάδας πέθανε μόνος ανάμεσα σε σπίτια μοναχά.

Ανηφορίζοντας για τον παράδεισο μάλλον θα έβγαλε τη γλώσσα του σε υπηρεσίες πρόνοιας, φιλάνθρωπους, επαγγελματίες αλληλέγγυους, αντίχριστους χριστιανούς και λοιπούς σύγχρονους που άμα τους είχαμε στη γειτονιά πιτσιρικάδες, σίγουρα «δεν θα τους παίζαμε».

Καλό δρόμο κύριε Μιχάλη. Ξεκουράσου.... Στη Λαγκάδα των παιδικών μας χρόνων εκεί στον Παράδεισο χωράς κι εσύ σίγουρα.

(κείμενο του Στρατή Παλάσκα)