Χωρίς πολλά:
Σ' αυτό το νησί ζούμε επειδή το επιλέξαμε. Δρούμε επειδή έτσι πρέπει. Δουλεύουμε, γράφουμε, ανασύρουμε κι επιμένουμε επειδή σεβόμαστε. Κι όπως έλεγε κάποτε ένας ποιητής "
προσκυνούμε τον τόπο που πατούμε".
Αυτό ακριβώς εξηγούν οι άνθρωποι του Λογοτεχνικού περιοδικού Βόρεια Βορειανατολικά, σε πείσμα των δύσκολων καιρών! Στο
τεύχος 4ο,
Σε
αυτό το τεύχος υπάρχει ένθετο για τους Λέσβιους ποιητές.
Το Κλάξον ενημερώνει πως κάποιοι φοβικοί/ναζήδες/λαϊκιστές/μπουραντάδες/δωσίλογοι/ακροδεξιοί/χουντικοί/εγνωσμένης μαλάκυνσης μικρομεσαίοι φασίστες θα πάθουν αναφυλαξία κι ίσως εγκεφαλικό αν δουν ονόματα ποιητών παλαιών συγγενών τους.
Για τους άλλους, τους πραγματικούς ανθρώπους το
τεύχος συνιστάται ανεπιφύλακτα. Το βρίσκουν στα βιβλιοπωλεία.
Ακολουθεί η εισαγωγή του ενθέτου:
ΜΙΚΡΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΛΕΣΒΙΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Από
τα τέλη του 19ου αι. και μέχρι την έναρξη περίπου του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου, η Λέσβος έγινε το θέατρο μιας άνευ προηγουμένου
πολιτισμικής-λογοτεχνικής άνθησης. Η παραγωγή ποίησης ήταν μια κυρίαρχη σταθερά
αυτής της άνθησης. Διαβάζοντας παλιά ποιήματα λεσβίων ποιητών, στα πλαίσια της
προετοιμασίας του παρόντος αφιερώματος, συνειδητοποιήσαμε πως μια μικρή
ανθολογία «παρουσίασης» αυτών των ποιητών και αυτών των ποιημάτων ήταν διπλά
αναγκαία: αναγκαία για τους ίδιους τους ποιητές, το έργο των οποίων κινδυνεύει
αδίκως από τη λήθη, αναγκαία όμως και για τον σύγχρονο αναγνώστη που χωρίς αυτό
το κομβικό κομμάτι της λεσβιακής λογοτεχνικής παραγωγής κινδυνεύει να μην
κατανοήσει το πνευματικό κλίμα εντός του οποίου συντελέστηκε η λεγόμενη
«Λεσβιακή Άνοιξη».
Αυτή η περίοδος, από το 1880 μέχρι το 1940
χονδρικά, χωρίζεται σε δύο μεγάλες υποπεριόδους: α) την περίοδο κατά την οποία
το νησί βρισκόταν ακόμη υπό οθωμανική κυριαρχία (1880-1912) και β) την περίοδο
αμέσως μετά την οποία το νησί πέρασε σε ελληνική κυριαρχία και σημαδεύτηκε από
τη Μικρασιατική Καταστροφή (1912-1940). Αυτή η δεύτερη περίοδος μπορεί να
χωρισθεί επιπλέον σε δύο υποπεριόδους: α) την περίοδο 1912-1930 και β) την
περίοδο 1930-1940. Αυτές οι περιοδολογήσεις είναι προφανώς σχηματικές, αλλά σε
γενικές γραμμές διακρίνονται από κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Τόσο η πρώτη
περίοδος (1880-1912) όσο και η δεύτερη (1912-1940) χαρακτηρίζονται από τον
μάχιμο δημοτικισμό και την κρίση ταυτότητας που προκάλεσε στις συνειδήσεις η
προετοιμασία του περάσματος σε ελληνική κυριαρχία (1880-1912) όσο και το ίδιο
το πέρασμα σε ελληνική κυριαρχία, έτσι όπως σημαδεύτηκε από τη δραματική
καταστροφή του 1922. Το πέρασμα από την οθωμανική στην ελληνική κυριαρχία
προκάλεσε αρχικά τον αναμενόμενο εθνικό ενθουσιασμό, ο οποίος όμως καταλάγιασε
σχετικά γρήγορα, μόλις άρχισαν να γίνονται αισθητές οι μεταβολές που επέφερε το
πρακτικό πέρασμα στα ήθη και τα έθη του αθηνοκεντρικού Βασιλείου της Ελλάδος. Η
Μικρασιατική Καταστροφή ήταν απλώς η οδυνηρή επισφράγιση μιας δραματικής
ιστορικής αλλαγής: την αποκοπή της Λέσβου, όπως και των άλλων νησιών του
Αιγαίου, από τη μικρασιατική ενδοχώρα.
Όλα αυτά προκάλεσαν τεκτονικές συγκρούσεις
στις συνειδήσεις των ελληνόφωνων κατοίκων της Λέσβου, οι οποίοι, μέσα στο πολύ
σύντομο χρονικό διάστημα των πενήντα-εξήντα αυτών χρόνων, κλήθηκαν να
διαπραγματευτούν κοσμογονικά διαφορετικές αλλαγές ταυτότητας και ιδεολογίας.
Και είναι, κατά τη γνώμη μου, ακριβώς αυτή η διαρκής ανάγκη κατανόησης της
ταυτότητας, μέσω της διαδικασίας συγκρότησης και ανασυγκρότησης της ταυτότητας,
η οποία ευθύνεται για αυτήν την πρωτοφανή πολιτισμική άνθηση της Λέσβου την
εποχή εκείνη. Σε αυτό το πλαίσιο κατανοείται ακόμα καλύτερα και ο μαχητικός
δημοτικισμός πολλών λεσβίων λογίων και συγγραφέων της περιόδου, ο οποίος σε
ποσοστό ήταν συντριπτικά μεγαλύτερος από τα περισσότερα μέρη της Παλαιάς
Ελλάδας. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η Λεσβιακή Άνοιξη, φαινόμενο πρωτοπόρο και
παραγωγικό των διαδικασιών στην ελληνική λογοτεχνία των αμέσως επόμενων χρόνων,
δεν χρειαζόταν παρά μια θρυαλλίδα για να ξεσπάσει σε όλη της τη δύναμη και τη
δυναμική. Και η θρυαλλίδα αυτή δεν ήταν άλλη από την έλευση των προσφύγων τον
Σεπτέμβρη του 1922.
Η έλευση των προσφύγων των μικρασιατικών
παραλίων κλιμάκωσε αίφνης της διαδικασίες συγκρότησης ταυτότητας,
καταστρέφοντας διαμιάς όλες της προηγούμενες βεβαιότητες: ποιοι ήταν οι οικείοι
και ποιοι οι άλλοι; Τι να κάνουμε με τους πτωχευμένους ταλαίπωρους, πρώην
συνέλληνες, νυν εισβολείς; Γιατί να
υποχρεωνόμαστε να αντιμετωπίζουμε καθημερινά τη δυστυχία τους, υπόμνηση της
δικής μας καλοτυχίας; Ποιοι ήταν οι σύντροφοι που έφυγαν απ’ το νησί για να
επανεγκατασταθούν στα μέρη των προγόνων τους και ποιοι ήταν αυτοί που
επέστρεψαν ρακένδυτοι και κουρελήδες, κυνηγημένοι από τους Τσέτες και τον
κεμαλικό στρατό; Πώς γίνανε εν μια νυκτί οι φίλοι απειλή; Το προσφυγικό ζήτημα
ήταν τότε, όπως και τώρα, η λυδία λίθος επί της οποίας κρίθηκε και μετρήθηκε το
μπόι του ανθρώπου.
Οι «τουρκόσποροι» όμως, όπως και σήμερα οι
πρόσφυγες, φέρνουν μαζί τους όλη την πνευματική και πολιτιστική σκευή τους. Και
ήταν ακριβώς κάτι «τουρκόσποροι» σαν τον Βενέζη, τον Δούκα, τον Κόντογλου, τον
Καμίτζο, που, με τη γονιμότατη «αναμέτρησή» τους με τους ντόπιους λογίους
(Μυριβήλης, Πρωτοπάτσης, Λεφκίας, Πανσέληνος), μόχλεψαν τα λογοτεχνικά ύδατα,
βοήθησαν τα μέγιστα ώστε η πνευματική παραγωγή του νησιού να γιγαντωθεί τόσο,
να ξεπεράσει σε τέτοιο βαθμό τα τοπικά όρια, ώστε να μην χωράει πλέον στο νησί.
Η πνευματική παραγωγή εκείνων των χρόνων είναι τόσο γόνιμη, τόσο πολυδιάστατη
και τόσο προδρομική που όταν στα τέλη της δεκαετίας του ‘20 αρχίζει σταδιακά να
μεταλαμπαδεύεται (μέσω της μετοίκησης των ίδιων των πρωταγωνιστών της), στο
αθηνοκεντρικό κράτος που αναρρώνει, προσωρινά κουλουριασμένο, από τις πληγές
του γελοιωδώς μικρομέγαλου και συντριμμένου εθνικισμού του, γίνεται η μαγιά των
νέων εκδηλώσεων και των νέων αναζητήσεων της λογοτεχνίας της εποχής –
εκδηλώσεων και αναζητήσεων που θα οδηγήσουν σε μια εντελώς νέα εκδοχή στην
ιστορία της εθνοκεντρικής ελληνικής λογοτεχνίας: αυτής της γενιάς του ‘30.
Σε αυτό το ανθολόγιο, παρόλο που
φιλοξενούνται και ποιήματα προγενέστερα ή μεταγενέστερα, επικεντρωθήκαμε κυρίως
στα κρίσιμα και μεταβατικά χρόνια 1910-1925, δηλαδή στα τελευταία χρόνια της
οθωμανικής κυριαρχίας, στα πρώτα χρόνια της ελληνικής κυριαρχίας και στα χρόνια
που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή· ακριβώς προκειμένου ν’ αναδειχθεί
αυτός ο συγκροτησιακός αναβρασμός και ο πλουραλισμός των εκδηλώσεων των λεσβίων
ποιητών. Η ορθογραφία των ποιημάτων δεν ενοποιήθηκε αλλά διατηρήθηκε η
ορθογραφία των πρωτοτύπων.
Αντί άλλου επιλόγου, θα ήθελα να
ευχαριστήσω θερμά, και από εδώ, το προσωπικό της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης
Μυτιλήνης για τη βοήθεια που μου παρείχε καθ’ όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας
του παρόντος ανθολογίου και ευρύτερα του μικρού αυτού αφιερώματος στη
λογοτεχνία της Λέσβου.