Τις τελευταίες εβδομάδες, με την αύξηση των διασωληνωμένων και των θανάτων από COVID-19 και την ολοένα πιο ασφυκτική κατάσταση στις δομές υγείας, παρατηρούμε την παντελή έλλειψη υγειονομικών κριτηρίων στις αποφάσεις της κυβέρνησης. Η απόφαση του Υπουργείου Υγείας για ανάκληση των αδειών όλων των εργαζομένων στο ΕΣΥ, λίγες μέρες πριν την επιβολή καθολικού lockdown, προηγήθηκε της πιο πρόσφατης πρότασης της κυβέρνησης, να στελεχωθεί προσωρινά το ΕΣΥ από ιδιώτες ιατρούς, (οι οποίοι πέραν της παχυλής αμοιβής που θα λάβουν, θα διατηρήσουν παράλληλα και το δικαίωμα ιδιώτευσης), απαξιώνοντας τη θέση και τα αιτήματα των εργαζόμενων ιατρών του δημοσίου και την ανάγκη για ένα μόνιμα και επαρκώς στελεχωμένο σύστημα δημόσιας υγείας. Ταυτόχρονα, λαμβάνονται και άλλες εξίσου επικίνδυνες αποφάσεις- πασαλείμματα, όπως η παράταση της εργασίας των συναδέλφων μας που θα έβγαιναν στη σύνταξη για ακόμα ένα 6μηνο, καθώς και η απόσπαση προσωπικού από την πρωτοβάθμια περίθαλψη προς την τριτοβάθμια ανά την επικράτεια. Την ίδια στιγμή που τελειώνουν τα τεστ στα νοσοκομεία, τα ΜΜΕ προβάλλουν εικόνες συνεχούς επιδημιολογικής επιτήρησης με δειγματοληψίες σε πλατείες, ενώ παράλληλα η αναγγελία για προσλήψεις 300 εντατικολόγων, στην πραγματικότητα αφορά τη μετακίνηση γιατρών που ήδη στελεχώνουν το ΕΣΥ. Η υποσχόμενη ενίσχυση των δημόσιων νοσοκομείων (κλίνες, ΜΑΠ, προσωπικό, ΜΕΘ) είναι κάτι που περιμένουμε να δούμε παρ’ όλη την αργοπορία, χωρίς αυτό να καλύπτει τα κενά του ΕΣΥ που ως εργαζόμενα άτομα είτε ασθενείς βιώνουμε καθημερινά, και τώρα αλλά και πριν την έλευση της πανδημίας.
Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι ήδη ορατά και αφορούν την περαιτέρω αποσάρθρωση της πρωτοβάθμιας υγείας αλλά και τομέων που δεν αφορούν άμεσα τον COVID-19. Αυτό συμβαίνει μέσω της υποστελέχωσης – μετακίνησης προσωπικού, και μέσω του ακόμα μεγαλύτερου περιορισμού της προσβασιμότητας στις δομές υγείας. Συγκεκριμένα, στο νησί της Λέσβου, το Κέντρο Υγείας Μυτιλήνης υπολειτουργεί, με 5 γιατρούς να έχουν αποσπαστεί στο Νοσοκομείο. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μετανάστ(ρι)ες, που αποτελούν μια πληθυσμιακή ομάδα που πλήττεται ακόμα περισσότερο από τον λοιπό πληθυσμό, παραμένουν ακόμα, χωρίς διακοπή από το πρώτο lockdown, σε απομόνωση και απομακρυσμένοι/ες από τις δομές υγείας, πέραν ελαχίστων επειγουσών περιπτώσεων. Παράλληλα, βλέπουμε την απόφαση για αναβολή των τακτικών χειρουργείων με μόνη λογική εξήγηση τη δέσμευση προσωπικού και κλινών για τις ανάγκες της πανδημίας, κάτι που άμεσα οδηγεί στη μετατροπή του δημοσίου συστήματος υγείας σε σύστημα αντιμετώπισης μιας νόσου ενώ έμμεσα στέλνει όσους/ες ασθενείς μπορούν να απευθυνθούν σε ιδιωτικά κέντρα και όλους τους υπόλοιπους στα σπίτια του να αναζητά ατομικές λύσεις. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, λοιπόν, η κυβέρνηση έρχεται να υποβαθμίσει ακόμα περισσότερο την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας, ωθώντας για μια ακόμη φορά στα όριά τους, τις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους σε αυτές, στερώντας μας τις άδειες που δικαιούμαστε και επιβάλλοντάς μας εξαντλητικά ωράρια.
Και ενώ η κυβέρνηση αφήνει το ΕΣΥ να καταρρέει, για μια ακόμα φορά το μόνο μέτρο που επιλέγει να εφαρμόσει για την εξάλειψη την πανδημίας είναι το lockdown, ένα αμφισβητήσιμο μέτρο καθώς στηρίζεται σε πολιτικά κριτήρια και όχι υγειονομικά. Ενώ στο 1ο lockdown το επιχείρημα ήταν η ανετοιμότητα του ΕΣΥ, φτάνουμε στο 2ο και το ΕΣΥ παραμένει εξίσου ανοχύρωτο. Κυβέρνηση και κράτος αποφασίζουν να καταπολεμήσουν την πανδημία με τον εκφοβισμό των πολιτών, ρίχνωντας τους το μπαλάκι της «ατομικής ευθύνης». Ο συνωστισμός όμως στα εργοστάσια, στις φυλακές, στα καμπ, στα γηροκομεία αλλά και στα ΜΜΜ εντείνεται και παραμένει επικίνδυνος και ταξικά χρωματισμένος.
Την ίδια στιγμή βέβαια γινόμαστε μάρτυρες ενός πρωτοφανούς -σε ποσότητα και συχνότητα- καιροσκοπισμού από μεριάς κράτους, που στο όνομα της πανδημίας δεν χάνει την ευκαιρία να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του ίδιου αλλά και του κεφαλαίου. Προς αυτή την κατεύθυνση είδαμε να ψηφίζονται τα τελευταία αντεργατικά νομοσχέδια (κατάργηση 8ωρου – κυριακάτικης αργίας – απλήρωτες υπερωρίες – ποινικοποίηση απεργιών), το (αντι-) περιβαλλοντικό νομοσχέδιο, που διευκολύνει «επενδύσεις» - εκτρώματα στα πρότυπα των εξορύξεων στη Χαλκιδική, τον πτωχευτικό κώδικα. Εκεί που πρέπει να σταθούμε, όμως, είναι η επέκταση του δόγματος τάξη - ασφάλεια σε κάθε επίπεδο του κοινωνικού γίγνεσθαι. Οι χιλιάδες προσλήψεις στα σώματα ασφαλείας, τα υπέρογκα ποσά σε εξοπλισμό καθώς και η ενίσχυση του ρόλου στρατού και αστυνομίας μπορεί να φαίνονται αντιφατικά με την ανυπαρξία οποιασδήποτε στήριξης στο δημόσιο σύστημα υγείας, δείχνουν, όμως και τις πραγματικές προθέσεις του κράτους. Κι αυτές δεν είναι άλλες από το να ενισχύσει τη θέση του απέναντι σε ορατότατους εχθρούς του, εντός και εκτός των συνόρων. Σε αυτή την κατεύθυνση βλέπουμε τα καλέσματα για εθνική ενότητα και ομοψυχία, ωσάν ο ιός να έχει εξαλείψει τις όποιες κοινωνικές ανισότητες και ταξικές διαφορές.
Επειδή, όμως, ανισότητες και διαφορές δεν έχουν εξαλειφθεί αλλά εντείνονται, κι επειδή η δημόσια δωρεάν και ποιοτική υγεία δεν είναι εμπόρευμα που ποσοτικοποιείται και πωλείται αναλόγως, αλλά κοινωνικό αγαθό, δεν θα δεχτούμε να βάλουμε πλάτη σε καμία πολιτική που δεν εξασφαλίζει υγεία δημόσια, προσβάσιμη και ικανή να καλύπτει τις όποιες ανάγκες.
Διεκδικούμε:
-Δημόσια δωρεάν ποιοτική υγεία, προσβάσιμη σε όλες/ους/α
-Ενίσχυση του ΕΣΥ (μαζικές προσλήψεις, μονιμοποίηση επικουρικών/συμβασιούχων, άρση αναστολής αδειών υγειονομικών, επίταξη κλινών ΜΕΘ, μαζικά τεστ, ΜΑΠ)
-Επαρκή μέριμνα για την προστασία των ευάλωτων ομάδων απέναντι στον κορωναιό
-Ελεύθερη μετακίνηση των μεταναστ(ρι)ών με ένταξη στον κοινωνικό ιστό και επαρκή πρόσβαση στην περίθαλψη
-Άμεση απόσυρση του νέου αντεργατικού νομοσχεδίου