Το λογοτεχνικό περιοδικό της πόλης μας συνεχίζει το ταξίδι του στις δύσκολες μέρες μας. Το θέμα του 5ου τεύχους είναι "ο τόπος κι ο εκτοπισμός". Ακολουθεί το εισαγωγικό σημείωμα:
«Τον άντρα
και τις μάχες του υμνώ, τον πρόσφυγα […]»
Βιργιλίου, Αινειάδα
«Όταν αγαπάς
πρέπει να φεύγεις»
έγραφε ο Blaise Cendrars στα Φύλλα πορείας. Και πράγματι το ταξίδι, κάθε
ταξίδι (πλην, βέβαια, του τουρισμού), είναι και μία ρήξη. Ρήξη που
ανατρέπει όλα τα δεδομένα της μέχρι τότε ύπαρξης. Ελάχιστα ενδιαφέρει
αν το ταξίδι είναι ακούσιο ή εκούσιο, αν πρόκειται για φυγή, για
εξορία, για προσκύνημα, για περιπλάνηση. Το ταξίδι έρχεται να μεταβάλλει
τις συνθήκες του ατομικού βίου και, σε πολλές περιπτώσεις, ακόμα και να
τον ξεθεμελιώσει εντελώς. Πίσω από κάθε ταξίδι υποκρύπτεται η ίδια
εκείνη βία που ο ταξιδευτής, ως ξένος, υποχρεούται να βιώσει: τη βία του
εκτοπισμού.
Είτε πρόκειται
για συνειδητά βίαιο από την Εξουσία εκτοπισμό είτε για πολιτική εξορία
είτε για οικονομική μετανάστευση ή προσφυγιά, πίσω από όλους αυτούς
τους ξεριζωμούς και «την ανάγκη για ρίζες» που υποδηλώνουν, ελλοχεύει η
βία που υφίσταται ο ταξιδευτής ως ξένος και παρίας, ως ανθρώπινο ον
περιστοιχισμένο από άλλους, η μετατόπισή του στα περιθώρια της εκάστοτε
«χώρας υποδοχής». Διότι οι ξένοι δεν έχουνε πατρίδα κι οι παρίες είναι
πάντοτε ξένοι παντού.
Για όλους
αυτούς τους λόγους, όλοι σχεδόν οι πολιτισμοί, από την αρχαιότητα μέχρι
τις απαρχές της «διττής επανάστασης» (που παρείχε υπό τη μορφή του
ταξιδιού μύησης στους νεαρούς γόνους της αδηφάγας ευρωπαϊκής αστικής
τάξης την ευκαιρία μιας πρωταρχικής συσσώρευσης «εμπειριών» μέσω της
καταλήστευσης των τοπικών παραδόσεων και πολιτισμών), προσέλαβαν το
ταξίδι ως έναν «μικρό θάνατο» και τον θάνατο ως ταξίδι. Οι ίδιες οι
ρίζες της λογοτεχνίας εδράζουν στον πρωταρχικό εκτοπισμό που δηλοί το ταξίδι:
ο εκτοπισμός του Αδάμ και της Εύας από τον Παράδεισο, ο Γκιλγκαμές, ο
Ορφέας, ο Οδυσσέας, ο Διόνυσος, ο Ώρος και ο Όσιρις, ο Αινείας, ο Τωβίτ,
ο Δάντης (ως λογοτεχνικός ήρωας και ως πραγματικός εξόριστος), ο
Περιπλανώμενος Ιουδαίος και ο Μέλμοθ, το πεπρωμένο όσων περιπλανούνται
ατέρμονα, η ανεστιότητα, είναι μία κατάσταση της ψυχής που προσιδιάζει
στον θάνατο. Αργά ή γρήγορα, όσοι και όσες βιώνουν τις συνέπειες του
εκτοπισμού, της περιπλάνησης, καλούνται να βιώσουν την κατάβαση στον
κόσμο των νεκρών, μια νέκυια στα σκοτάδια της ανθρώπινης
ψυχής.
Υπάρχει,
βέβαια, πάντα το περίφημο εκείνο ομηρικό «πολλῶν δ’
ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω», αλλά ακόμα και σ’ αυτήν την περίπτωση ακούμε
καθαρά στ’ αυτιά μας την απειλητική ηχώ: αυτός ο εμβληματικός ομηρικός
στίχος είναι κυριολεκτικά πολιορκημένος –ποιητικά, σημασιολογικά,
οντολογικά– από τους στίχους «ὃς μάλα
πολλὰ πλάγχθη» και «πολλὰ δ’ ὅ
γ’ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν» («που περισσά
πλανήθηκε […]» και
«πολλά στα
πέλαα βρήκε πάθια»
μεταφράζει έξοχα ο Αργύρης Εφταλιώτης), για να μας θυμίζει ότι η
αναχώρηση, ο ξεριζωμός απ’ τον γενέθλιο τόπο δεν είναι ανα- ψυχή, δεν
είναι πολυτέλεια, αλλά κακοδαιμονία, δρόμος στρωμένος πάθη.
Κι αν ο
εκτοπισμός, ως όρος, είναι δικαίως φορτισμένος, η μετατόπιση, η
εγκατάλειψη του οικείου τόπου, με δυο λόγια το ταξίδι, είναι εξαθλίωση·
η εξαθλίωση, ο εκμηδενισμός που συνεπιφέρει η καταστροφή του μέχρι τότε
εαυτού και η δημιουργία ενός άλλου, μιας καινούργιας ταυτότητας από τα
θραύσματα της παλιάς και τα ξεφτίδια του ανοίκειου και μηδέποτε
οικειοποιήσιμου καινούργιου τόπου. Να ταξιδεύεις σημαίνει ν’ ανοίγεσαι
στην Τύχη, να παραβιάζεις τα σύνορα της κοινωνίας –της «δικής σου»
κοινωνίας πρώτα-πρώτα και της άλλης στην οποία διεισδύεις αλαφιασμένος–,
να παραβιάζεις τα σύνορα του τόπου και του χρόνου.
Ο
γενέθλιος τόπος σε δένει με τους χυμούς του, σε σαρκώνει, αλλά δεν σου
δίνει ταυτότητα. Μεγαλώνοντας σ’ έναν τόπο γίνεσαι κομμάτι του και
μαθαίνεις ν’ αναπνέεις στον αέρα του. Ο τόπος όμως δεν σου ανήκει.
Κανένας τόπος δεν ανήκει σε κανέναν. Εσύ ανήκεις στον τόπο. Στον τόπο
που γεννήθηκες, στον τόπο που σ’ έριξε η Τύχη, στον τόπο που επέλεξες να
ζεις. Και κάθε άνθρωπος χωνεύεται μέσα στον τόπο από την αφομοιωτική
δύναμη του τόπου. Έτσι, ο τόπος και η α-τοπία, το αίσθημα του ανήκειν,
το να ανήκεις σ’ έναν τόπο, και η κάθε μορφή εξορίας του ξένου, του
παρία, δημιουργούν τις προϋποθέσεις εκείνης της διττής συνθήκης που
είναι απαραίτητη για να δημιουργήσει ο άνθρωπος τον εαυτό του:
παραβάλλοντας και χτίζοντας, πατώντας και πετώντας.
Μυτιλήνη,
Νοέμβρης 2020