Προσπαθούμε να φανταστούμε όχι μόνο την κούραση, αλλά και την
κοινωνική εμπειρία που αποκομίζουν αυτές τις μέρες οι άνθρωποι που δουλεύουν σε
super market. Τα οποία super market πλέον δεν είναι απλώς εμπορικά
καταστήματα αλλά κανονικότατα οι τελευταίοι κλειστοί τόποι συνάθροισης/συνάντησης/κοινωνικοποίησης
ατόμων που δεν «έχουν άλλη διέξοδο». Φανταζόμαστε, ας πούμε, ταμίες των super market οι
οποίες βλέπουν ηλικιωμένους να το επισκέπτονται τρεις ή τέσσερις φορές τη μέρα
γιατί δεν έχουν τι να κάνουν. Ή άλλους που πλέον συνταιριάζουν τη βόλτα με το «κλειστό
πάρκο με ράφια» κι ας στήνονται στην
ουρά. Ή φανταζόμαστε επιπλέον την γκρίνια που τρώνε στη μάπα κάθε μέρα από «βιαστικούς
κι ανυπόμονους».
Και κάτι ακόμα: Ένα πάγιο αίτημα ήταν , είναι και θα πρέπει
να παραμείνει το «ποτέ δουλειά την Κυριακή». Σωστά ή έχουμε χάσει και τα
στοιχειώδη; Θα φανεί υπερβολικό το κλάξον αν υποστηρίξει ότι ο
κορονοντουβρουτζάς υπήρξε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους μεγαλομπακάληδες
ιδιοκτήτες αλυσίδων να το περάσουν με το πρόσχημα του «κοινού καλού»; Ποιού
κοινού καλού ρε;
Οι φοβισμένοι υπήκοοι που σε μεγάλο αριθμό δεν δουλεύουν καν
αυτόν τον καιρό θα βρουν λύση στο «μαρτύριο» αν μπορούν να ψωνίζουν μέχρι τις 10
το βράδυ κάθε μέρα και τις Κυριακές; Ή μήπως
η επιπλέον δουλειά την Κυριακή θα βοηθήσει ώστε να μην υπάρχει συνωστισμός αφού
οι καταναλωτές θα μπορέσουν να διαμοιραστούν σε 7 και όχι 6 μέρες την εβδομάδα;
Ασφαλώς και όχι. Τα κέρδη των
μεγαλομπακάληδων πάντως σίγουρα θα υπερδιπλασιστούν.
Επιμένουμε όπως γράφουμε και στο 16ο φύλλο του
κλάξον. Η διανοητική και συναισθηματική ένδεια που έχει διαποτίσει το κοινωνικό
σώμα δεν επιτρέπει να βλέπουμε τα προφανή: Μας δουλεύουν μέσα στα μούτρα μας κι
εμείς ψωνίζουμε κωλόχαρτα. Τα αφεντικά όμως προετοιμάζονται (και μας προετοιμάζουν)
για την επόμενη μέρα.
Το κάνουν δεκαετίες τώρα….
Εμείς;
Εμείς;